- ἐμφυσητής
- ἐμφῡσ-ητής, οῦ, ὁ,A one who inflates, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμφυσητής — ο (AM ἐμφυσητής) νεοελλ. ο εμπνευστής, αυτός που εμφυσά σε άλλον μια σκέψη ή ιδέα αρχ. μσν. αυτός που ενεργεί ή προκαλεί εμφύσηση, διόγκωση … Dictionary of Greek